δυσαπάλλακτα

δυσαπάλλακτα
δυσαπάλλακτος
hard to get rid of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσοικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω κάτι επιπροσθέτως 2. μτφ. α) σχηματίζω, διαμορφώνω επί πλέον («ἄλλοτε εἶδος ἐν αὐτῷ ψυχῆς προσῳκοδόμουν τὸ θνητόν», Πλάτ.) β) πλάθω επιπροσθέτως με τη φαντασία μου («πάθη χαλεπὰ καὶ μεγάλα καὶ δυσαπάλλακτα τῇ λύπῃ… …   Dictionary of Greek

  • δυσαπάλλακτος, -η — ο αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς: Δημιούργησε δυσαπάλλακτα χρέη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”